-
1 ἐπιπνέω
A breathe upon, blow freshly upon,περὶ δὲ πνοιὴ.. ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698
; τινί on one, Ar.V. 265; blow fairly for, νηῦς.., ᾗ..οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357
: abs.,εἰς ὅ κε.. ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9.139
;ἄνεμος.. ἥδιστος ἐπέπνει Plu.Sert.17
, etc.2. blow furiously upon,τινί Hdt.3.26
: metaph.,μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ.. Ἄρης A.Th. 343
(lyr.), cf. S.Ant. 136 (lyr.).4. c.acc.cogn., blow forth, πυρὸςσέλας A.R.3.1327
.5. blow afterwards, Arist.Pr. 945b1.6. blow against, of one wind against another, Thphr.Vent.53.II. metaph.,1. excite, inflame against,Ἀργείοις Σπαρτῶν γένναν E. Ph. 794
(lyr.); στρατὸν αἵματι to slaughter, ib. 789 (lyr.).3. favour, λαμπρᾶς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης, metaph. from the wind, Plb.11.19.5: c.acc., of love, A.R.3.937, Nonn.D.3.121: abs., Plu.2.759f.III. [voice] Pass., to be inspired,ὑπό τινος Longin.13.2
;πρὸς αὐτῶν τῶν Μουσῶν Jul.Or.2.78b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπνέω
См. также в других словарях:
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek